Τώρα που διαβάζεις αυτό το κείμενο, δε μπορώ να φανταστώ πού βρίσκεσαι. Είσαι άραγε στο σπίτι σου, ξαπλωμένος στον καναπέ, μετά από μια κουραστική μέρα στη δουλειά; Ή μήπως χαλαρώνεις σε κάποια παραλία με τις τελευταίες αχτίδες του ηλίου να σκοτεινιάζουν την οθόνη του κινητού σου; Έχεις πάει κάποιο ταξίδι και διαβάζεις παρέα με ένα τσάι στο μικρό καφενέ του χωριού;
Όπου κι αν βρίσκεσαι, έχω μια ερώτηση να σου κάνω. Μια δύσκολη, μα μία και μοναδική.
Τι σχεδιάζεις να κάνεις με την άγρια και πολύτιμη ζωή σου;
Οι λέξεις είναι μαγικές, πιο μαγικές από οτιδήποτε άλλο. Έχουν μνήμη και φυλακίζουν μέσα τους εικόνες, στιγμές, και συναισθήματα. Οι λέξεις αυτές κρύβουν μέσα τους όλα όσα έχουμε ζήσει, εμείς, και όλοι πριν απο εμάς. Οι λέξεις έχουν τεράστια δύναμη.
Πριν λίγο, ή περισσότερο καιρό, γιατί οι λέξεις μου ταξιδεύουν στο χρόνο, πιο μακριά από όσο μπορώ να μαντέψω, ήμασταν σε μία καραντίνα. Θυμάσαι; Τότε που δε μπορούσαμε, και δε θέλαμε, να βγούμε από το σπίτι; Που χαζεύαμε τις ανοιξιάτικες λιακάδες από το μπαλκόνι, ή μετρούσαμε τις σταγόνες των Απριλιάτικων βροχών όπως έσκαγαν πάνω στο τζάμι; Δεν έχεις ξεχάσει τις μέρες που περνούσαν, ίδιες η μία με την άλλη, σαν να είχαν κολλήσει τα γρανάζια του ρολογιού, έτσι;
Θυμάσαι πώς ήταν; Να μην έχεις την ελευθερία σου; Όλα όσα θεωρούσες δεδομένα μέχρι τότε να έχουν ξεγλιστρήσει ξαφνικά κι απροειδοποίητα μέσα από τα δάχτυλα σου, όπως οι κόκκοι της άμμου; Να νιώθεις σαν να βρίσκεσαι σε ένα σκοτεινό, θεοσκότεινο, δάσος, δίχως ούτε ένα σπίρτο να σου φωτίσει για μια στιγμή το μονοπάτι;
Πώς βγήκες από όλο αυτό; Πόσο άλλαξες; Άλλαξες; Πήρες τίποτα ή έμεινες ίδιος; Κοιτάζεις με το ίδιο μπλαζέ ύφος του συνηθισμένου κάθε ανατολή κι ηλιοβασίλεμα, ή μήπως έμαθες να εκτιμάς τις στιγμές, τις μικρές στιγμές που κρύβουν μέσα τους τα πάντα;
Εσύ, για πες μου, τώρα που ξέρεις πόσο γρήγορα φθίνουν όλα, έχεις σκεφτεί; Έχεις σκεφτεί τι σχεδιάζεις να κάνεις με την άγρια και πολύτιμη ζωή σου; Πού θα ταξιδέψεις; Πόσο κοντά ή μακριά; Τι όνειρα θα κυνηγήσεις; Ποια τρέλα θα κοιτάξεις κατάματα κι έπειτα θα την κάνεις ανάμνηση της ζωής σου; Σε τι συναισθήματα και πειρασμούς θα υποκύψεις; Θα πιάσεις άγρια το τώρα από την καρωτίδα, φυλακίζοντας κάθε του ένσταση σε ένα δειλό βηχάκι;
Τι σχεδιάζεις να κάνεις; Ποια βουνά θα ανέβεις, και πόσα; Με ποιους θα κάνεις αυτό το ταξίδι, και ποιους θα αφήσεις πίσω; Τι θα αφήσεις πίσω; Ναι, εσύ, ο ένας, εσύ, ο ένας στα τρισεκατομμύρια, εσύ ο ένας που όμως είσαι εδώ, στο εδώ και στο τώρα. Εσύ, πες μου, τι θα αφήσεις; Θέλεις να αφήσεις κάτι ή το πέρασμα σου θα είναι σαν ένα απαλό αεράκι κάποιο Μαγιάτικο πρωινό;
Η ζωή σου είναι άγρια, ολωνών μας είναι. Κάτι μας δίνει, κάτι μας παίρνει. Μια αιώνια ανταλλαγή στα σιωπηλά, όπως τα παιδιά που σηκώνονται κρυφά το βράδυ και χώνονται αθόρυβα στο κρεβάτι των γονιών τους. Αν την αφήσεις, θα πάρει τα ηνία, και μπορεί να σε ρίξει κάτω από το άλογο. Όμως όχι, πρέπει να την κοιτάς στα μάτια, σαν να είστε ισάξιοι αντίπαλοι, και εσύ να έχεις όπλα κρυφά που εκείνη δε γνωρίζει, κι ας ξέρεις ότι στο τέλος πάντα θα σε νικάει.
Η ζωή είναι πολύτιμη. Μετριέται σε ανάσες, σε αυτό το αθόρυβο τικ τακ του ρολογιού. Γεννιέσαι με δεκάδες χιλιάδες τικ τακ στη διάθεση σου, μα όλο και σου φεύγουν, ξεγλιστράνε, όσο κι αν σφίξεις τις παλάμες, ακόμα κι αν κρατήσεις την ανάσα σου. Τίποτα δε μπορεί να τα κάνει να σταματήσουν. Μόνο για λίγο, σε ένα γέλιο, σε μια στιγμή απόλυτης ευφορίας, σε μια εικόνα που γεμίζει την ψυχή σου, μονάχα εκεί σαν να παγώνουν λίγο. Σου δίνουν αυτό το μικρό δώρο για να σου θυμίσουν τι να ψάχνεις. Όχι τα μεγάλα, μα τα μικρά, αυτά που οι γύρω σου προσπερνάνε.
Εσύ τι σχεδιάζεις να κάνεις με την άγρια και πολύτιμη ζωή σου; Σκέψου καλά. Σκέψου γρήγορα. Ο χρόνος περνάει.
*Αυτό το κείμενο είναι εμπνευσμένο από το ποίημα της Mary Oliver, “The summer day”.
Αν σου άρεσε αυτό το κείμενο…
Pin this