Όλα όσα μαθαίνεις όταν αρχίζεις να ασχολείσαι σοβαρά με το blogging
Προτιμάς να το ακούσεις; Πάτα το play!
Την πρώτη φορά που ξεκίνησα να γράφω, το μακρινό 2008, ήταν σε ένα κοινό blog που είχαμε ανοίξει με τον Γ. και τη Ν., την τότε παρέα της σχολής. Ο Γ. έδινε ρέστα, η Ν. ήταν λίγο πιο ρομαντική. Η Ν. εγκατέλειψε γρήγορα, αλλά ο Γ. κράτησε λίγο περισσότερο. Εγώ μόνο έγραφα για πέντε χρόνια, και τελικά το άφησα για άλλα λιμάνια.
Το γράψιμο όμως είναι μικρόβιο που δε σου φεύγει ποτέ. Είναι κάπως σαν τα κουνούπια: όσο τα αγνοείς, τόσο πιο πολύ επιμένουν. Και σου πίνουν το αίμα μέχρι να το πάρεις απόφαση να τα κυνηγήσεις. Μόνο τότε ηρεμούν.
Έτσι λοιπόν, μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια, πολλά κείμενα δημοσιευμένα και αναρτημένα σε ξένα «σπίτια», και νιώθοντας πλέον έντονα την ανάγκη για κάτι άλλο, πήρα τη δύσκολη απόφαση. Να ανοίξω το δικό μου «σπίτι», ένα blog 100% δημιούργημα και κτήμα μου.
Δε θα σου πω ψέματα: ήταν τρομακτικό και δύσκολο. Πέρασα ώρες φτιάχνοντας logo, facebook covers, προσπαθώντας να στήσω το wordpress και μιλώντας με τεχνικούς με άψογη αγγλική προφορά. Υπήρξαν στιγμές που με έπιανε σύγχυση, και άλλες που ενθουσιαζόμουν. Κάποια στιγμή όμως, όλο αυτό τελείωσε. Η σελίδα ήταν έτοιμη.
Και τότε το έμαθα. Το πιο δύσκολο όταν στήνεις το δικό σου blog είναι εκείνη η στιγμή που πατάς «publish». Όταν προσκαλείς όλους σου τους φίλους να κάνουν like στη σελίδα σου, με το φυλλοκάρδι σου να τρέμει. Θα σε διαβάσουν. Ένας, δύο, ή δέκα. Θα σε κρίνουν. Ο χειρότερος εφιάλτης σου θα γίνει πραγματικότητα, και όλα αυτά, επειδή δε μπορείς να κάνεις αλλιώς. Οτιδήποτε άλλο είναι δειλία, και δεν αντέχεις να πέφτεις για ύπνο γνωρίζοντας ότι φιμώνεις κάθε μέρα το πιο ξεχωριστό κομμάτι του εαυτού σου.
Πολλοί νομίζουν ότι το χειρότερο είναι να σε κρίνουν για την εμφάνιση σου. Για τα πολλά ή τα λίγα κιλά, τη μεγάλη μύτη, και τα σπυριά. Αυτό είναι ψέμα. Η πιο δύσπεπτη κριτική είναι αυτή που αφορά την τέχνη σου. Όταν στέκεσαι μπροστά σε ένα κοινό, και με φωνή που τρέμει διαβάζεις την ιστορία σου, την ανάρτηση σου, το δημιούργημα σου, και περιμένεις να δεις αντιδράσεις. Ένα συνοφρύωμα, ένα χαμόγελο, ή τίποτα απολύτως. Αυτό το τίποτα απολύτως ειδικά είναι το χειρότερο. Είναι σαν να αντικρίζεις το κενό και το κενό να σε περιγελάει.
Οι αναρτήσεις σου, αν λες την αλήθεια, είναι ένα κομμάτι του εαυτού σου. Κάθε φοράς που δημοσιεύεις κάτι, κόβεις ένα μέρος της ψυχής σου και το προσφέρεις μαζί με τις λέξεις. Σκέψου λοιπόν πόσο δύσκολο είναι να εκθέτεις δημόσια το ποιος είσαι. Επιτρέπεις στον οποιονδήποτε να σε προσβάλλει, να σε ακυρώσει, να σε ποδοπατήσει. Να τσαλακώσει το είναι σου και να το πετάξει σαν σκουπίδι. Κι αυτό το κάνεις κάθε, μα κάθε, φορά που γράφεις. Περνάς την ίδια διαδικασία, και το αστείο είναι πως το χαίρεσαι. Γιατί είναι κομμάτι του είναι σου, και αν είσαι ειλικρινής, δεν γίνεται αλλιώς.
Μαθαίνεις λοιπόν στην έκθεση, στην απόρριψη, στην αγνόηση. Μαθαίνεις να λες την αλήθεια, τη δική σου προσωπική αλήθεια. Ποιος ο λόγος να γράψεις αν είναι να πεις αυτά που θέλουν οι άλλοι να διαβάσουν; Όποιος γράφει, γράφει για τις ίδιες τις λέξεις. Ο αρθρογράφος, ο συγγραφέας δεν είναι τίποτα άλλο από το μέσο που χρησιμοποιούν οι ιδέες για να βγουν στον κόσμο.
Παρόλη όμως την απόρριψη, την απογοήτευση, τα likes που έχουν κολλήσει στα 150, υπάρχουν κάποιες στιγμές όπου όλα κάπως δένουν. Ένα καλό σχόλιο, ένα ειλικρινές share, μια καρδούλα. Κάτι τόσο μικρό, αλλά αρκετό για να σε κάνει να συνεχίσεις. Γιατί ο αρθρογράφος, ο συγγραφέας, είναι νάρκισσος. Χρειάζεται την επιβεβαίωση του για να συνεχίσει.
Πού θα οδηγήσει αυτό το ταξίδι; Δεν ξέρω. Φοβάμαι την απάντηση; Μπορεί. Αλλά πιο πολύ φοβάμαι να ξυπνήσω μια μέρα και να μετανιώσω για εκείνα που δεν είπα, τις ευκαιρίες που δεν κυνήγησα, και τις ιδέες που άφησα να μαραθούν επειδή φοβήθηκα μήπως ανθίσουν και δεν ξέρω τι να τις κάνω.
Δεν είμαστε bloggers. Είμαστε ιδέες. Δεν είναι τόσο φαντεζί, αλλά είναι η αλήθεια. Και η αλήθεια θα μας ελευθερώσει.
Σου άρεσε το post? Αν ναι…
Pin this