Δεν το καταλαβαίνεις. Γίνεται σιγά-σιγά όπως όλα τα μεγάλα πράγματα. Είναι οι μικρές αποφάσεις, εκεί που δίστασες, ή εκεί όπου προχώρησες. Είναι όλα έκανες, ή όσα δεν έκανες, και καμιά φορά αυτά τα τελευταία μας βαραίνουν πιο πολύ από εκείνα τα πρώτα. Τα ναι που δέχτηκες, τα όχι που δεν είπες, το φόρεμα που δεν αγόρασες και που το σκέφτεσαι ακόμα καμιά φορά.
Εσύ ποιανού τη ζωή ζεις;
Άκουσε το παρακάτω:
Μεγάλη ερώτηση αυτή, δεν είναι; Και τρομακτική; Όχι τόσο η ερώτηση δηλαδή, όσο η απάντηση της, που αν βιαστείς να τη δώσεις γρήγορα, θα πεις κατευθείαν “τη δική μου”, από έκπληξη, εγωισμό, και δυσπιστία. Και εγώ αυτό θα έλεγα. Αυτό θα ήθελα να πω δηλαδή, και να το πιστεύω, βαθιά μέσα μου, κι αμετάκλητα. Ποιος μπορεί όμως να το πει αυτό με τόση σιγουριά; Να σε κοιτάξει στα μάτια και να σου απαντήσει με ένα υπερόχο γνώθι σαυτόν πως ναι, ζει τη δική του ζωή, και κανενός άλλου; Χρειάζεται να φτάσεις σε ένα άλλο επίπεδο συνειδητότητας, ή ίσως σε μια ηλικία όπου δε δέχεσαι πολλά-πολλά, για να σταματήσεις να χασομεράς και να πάρεις τα πράγματα στα χέρια σου, και τη ζωή σου στην πλάτη σου.
Και ξέρω, θα αναρωτιέσαι τώρα, “Τι εννοεί;”. Πώς γίνεται να ζεις τη ζωή κάποιου άλλου; Είσαι εσύ. Με σένα ξυπνάς, με σένα κοιμάσαι, με σένα παλεύεις κάθε μέρα, κι όλη σου τη ζωή τη ζεις πιο πολύ μέσα στο κεφάλι σου παρά έξω από αυτό. Πώς γίνεται λοιπόν να ζεις τη ζωή οποιουδήποτε άλλου; Εδώ με το ζόρι σου φτάνει ο χρόνος για να είσαι εσύ.
Αν το σκεφτείς λίγο καλύτερα όμως, λίγο πιο ψύχραιμα και σοβαρά, ίσως να αλλάξεις γνώμη. Ίσως η ζωή που ζεις να μην είναι ακριβώς η δική σου. Ίσως να είναι κάποιου άλλου, ή η αντανάκλαση ξένων προσδοκιών. Για πες μου λοιπόν, γιατί διάλεξες αυτή τη δουλειά που κάνεις; Το αποφάσισες μόνος σου, ή κάποια στιγμή σου είπε κάποιος “Ξέρεις, θα σου ταίριαζε να γίνεις δικηγόρος”, και εσύ πιάστηκες από αυτή την κουβέντα και την έκανες ταυτότητα σου; Γιατί ζεις εδώ που ζεις; Πώς διάλεξες αυτό το σπίτι, ή γιατί μένεις ακόμα στο πατρικό σου; Είναι για να μαζέψεις χρήματα, ή μήπως φοβάσαι τη σύγκρουση με τον οφμάλιο λώρο που ακόμα δε μπορείς να κόψεις; Ο σύντροφος σου είναι η επιλογή σου, ή αυτός που όλοι λένε πως είναι “καλό παιδί” και άρα η πιο ασφαλής επιλογή για σένα; Πού είναι τα όρια των άλλων, και πού τα δικά σου; Σε ποιο σημείο η επιρροή γίνεται μέγγενη, και πού σωτηρία;
Κανένας άνθρωπος δε μπορεί να ζήσει μόνος του, αποκομμένος από τους γύρω του, σε ένα ξερονήσι, παρέα με μια μπάλα. Δεν μπορεί να το κάνει δηλαδή χωρίς να τρελαθεί, κι αυτό γιατί έχουμε ανάγκη τους άλλους. Χωρίς εκείνους, εμείς δε μπορούμε να προσδιορίσουμε τον εαυτό μας. Οι άλλοι είναι το μέτρο βάση του οποίου συγκρινόμαστε, όχι με τον κακό τρόπο, αλλά με τον αναμενόμενο. Βλέπουμε πού στρίβει ο μπροστινός μας και τον ακολουθούμε, όταν είμαστε σε ένα περίεργο σταυροδρόμι. Όταν σταματάει απότομα το τρένο, κοιτάζουμε τους γύρω μας για να αποφασίσουμε αν πρέπει να πανικοβληθούμε ή απλά να κάνουμε λίγη υπομονή. Χωρίς τους άλλους, δε θα υπήρχαμε ούτε εμείς.
Οι άλλοι είναι καλοί. Μέχρι όμως το σημείο που δεν αλλοιώνουν το είναι μας. Μέχρι το σημείο που οι δικές τους προσδοκίες δεν γίνονται πυξίδα για τη δική μας ζωή. Οι άλλοι μπορούν να μας δώσουν κατευθύνσεις, αλλά τον χάρτη τον φτιάχνουμε εμείς. Γιατί στο τέλος της ημέρας, το πιο σημαντικό δεν είναι να έχεις μάθει ποιος είσαι και τι μπορείς να προσφέρεις, αλλά να μπορείς να σταθείς στο ύψος σου, να αναλάβεις τις ευθύνες σου, και να πεις (και να το εννοείς) πως οποιαδήποτε απόφαση πήρες, λάθος ή σωστή, ήταν δική σου, και κανενός άλλου.
Να μπορείς να πεις πως ζεις τη ζωή σου, και ότι τη χρωματίζεις με τα δικά σου πινέλα, κι ας μην ικανοποιεί τα γούστα κανενός άλλου. Γιατί κάθε βράδυ, εσύ κοιμάσαι με τον εαυτό σου. Μπορείς να αντέξεις τις επιλογές σου λοιπόν;
Αν σου άρεσε αυτό το κείμενο…
Pin this