Τα κορίτσια του μεσονυχτίου. Τα κορίτσια που ξενυχτάνε με ένα μυστικό. Εκείνα που ντύνονται με την τελευταία τάση της μόδας, και μοιάζουν ίδια. Άλλα πιο ψηλά, άλλα πιο κοντά. Κάποια ξανθά, κάποια μελαχρινά, με έντονα χείλη και βαμμένα μάτια. Το ίδιο στυλ, οι ίδιες προθέσεις, αλλά με την πεποίθηση πως όχι, καθεμία είναι διαφορετική. Και για καθεμία αυτή θα είναι «η βραδιά».
Τα κορίτσια του μεσονυχτίου. Τα κορίτσια που βάφουν με άφθονες στρώσεις make-up το πρόσωπο τους, που πιέζουν τα πόδια τους μέσα σε άβολα ψηλοτάκουνα, και περπατάνε αργά, ισορροπώντας με δυσκολία πάνω στους ξένους δέκα πόντους. Τη Δευτέρα All Star, μα την Παρασκευή Manolo.
Δεν προλαβαίνεις να το διαβάσεις; Άκουσε το εδώ!
Κάθε Σαββατόβραδο το ίδιο. Make-up, ρουζ, highlighter. Βάση, σκιά, eyeliner. Πολλές στρώσεις μάσκαρα, και έντονο κραγιόν με επιμελημένο περίγραμμα. Στην αρχή της βραδιάς, μια οπτασία. Στο τέλος; Σαν μπαλόνι που ξεχάστηκε στο παιδικό δωμάτιο και ξεφούσκωσε. Όπως ακριβώς ξεφουσκώνουν και οι προσδοκίες τους. Όχι με κρότο, ούτε με φωνές. Σιωπηλά, αργά, λυπηρά. Ξεβάφουν όπως το μέτωπο που στάζει από ιδρώτα στο ασφυκτικά γεμάτο bar.
Τα κορίτσια του μεσονυχτίου. Τις βλέπεις να χαμογελάνε και να γελάνε δυνατά, όσο πιο δυνατά μπορούν για να ακουστούν. Να δείξουν πως περνάνε καλά. Να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, στο μετρό, το λεωφορείο, ή στο club όπου χορεύουν δίχως σταματημό. Διασκεδάζουν, φωνάζουν, βγάζουν φωτογραφίες. Ανεβάζουν stories, και τις τσεκάρουν κάθε μισή ώρα –«εκείνος» τις είδε άραγε;-. Η φωτογραφία τους πήρε μόνο 50 likes, να τη σβήσουν για να βγάλουν άλλη; Ναι, αποφασίζουν ομόφωνα, κι αρχίζει ο δεύτερος γύρος πόζας.
Το κινητό τους η προέκταση του ενός χεριού τους, και στο άλλο μια νερωμένη βότκα που έλιωσαν τα παγάκια και έμεινε μονάχα ο χυμός. Πίνουν μια άνοστη γουλιά και χορεύουν αργά, κοιτάζοντας γύρω-γύρω εξεταστικά. Ποιος τους κοιτάζει; Εκείνες ποιον διαλέγουν μέσα στο πλήθος; Λες να τον βρουν, σήμερα; Εκείνον που θα κάνει όλες αυτές τις άσκοπες εξόδους παρελθόν;
Και όλο χορεύουν, κι όλο ποζάρουν, κι όλο κοιτάζουν, και γελάνε, μα όσο περνάει η ώρα, κάτι αλλάζει. Λίγη μάσκαρα τρέχει, τα δάχτυλα κολλάνε από το ποτό που έσταξε στο πάτωμα, η μπλούζα έχει λερωθεί με ιδρώτα και λακ. Όπως η Σταχτοπούτα, χάνουν σιγά-σιγά τη μαγική τους φορεσιά. Πρώτα ένα δαχτυλίδι, μετά ένα γοβάκι, και στο τέλος το λαμπερό τους φόρεμα.
Όταν βγαίνουν από το club, έχει μόλις αρχίσει να ξημερώνει. Παραπατάνε στα μισοχαλασμένα πεζοδρόμια, με τα πόδια τους να έχουν μουδιάσει από την τόση ορθοστασία. Ανυπομονούν να φτάσουν σπίτι τους. Να πετάξουν την άβολη φούστα, να καθαρίσουν το πρόσωπο τους, και να κλείσουν τα μάτια τους. Μόνο εκεί αισθάνονται ασφαλείς, στο γνώριμο κρεβάτι τους, που μαζί του έχουν μοιραστεί τόσα όνειρα και τόσους εφιάλτες. Να κουκουλωθούν κάτω από το στρώμα, και για λίγο να ξεχάσουν. Το μάταιο «της όλης φάσης». Να ξεχάσουν πως ένα ακόμα βράδυ πέρασε δίχως τίποτα να αλλάξει.
Τα κορίτσια του μεσονυχτίου. Άβαφα, με τις πιτζάμες, και νυσταγμένα. Κοίτα τι όμορφα που μοιάζουν τώρα. Πόσο ωραία είναι η αλήθεια που δε χρειάζεται μασκάρεμα.
Σου άρεσε αυτό το post? Αν ναι…
Pin this